διανοητικά

διανοητικά
διανοητικός
of
neut nom/voc/acc pl
διανοητικά̱ , διανοητικός
of
fem nom/voc/acc dual
διανοητικά̱ , διανοητικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διανοητικάς — διανοητικά̱ς , διανοητικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… …   Dictionary of Greek

  • αβέλτερος — ἀβέλτερος, ον και α, ον (Α) ο διανοητικά νωθρός, ανόητος, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + βέλτερος, ποιητ. τύπος τού βελτίων] …   Dictionary of Greek

  • αδιάπλαστος — η, ο (Α ἀδιάπλαστος, ον) [διαπλάσσω] αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση 2. ο μη… …   Dictionary of Greek

  • αζάβωτος — η, ο [ζαβώνω] 1. αυτός που δεν ζαβώθηκε, που δεν κάμφθηκε, ο αλύγιστος 2. που δεν έπαθε καμιά σωματική ή πνευματική βλάβη, σώος 3. ο διανοητικά ισορροπημένος …   Dictionary of Greek

  • αμβλύνους — ουν αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει κάτι, ο διανοητικά νωθρός, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + νους < νους. ΠΑΡ. αμβλύνοια] …   Dictionary of Greek

  • απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”